δαψιλεύομαι

δαψιλεύομαι
V 0-1-0-0-0=1 1 Sm 10,2
to be anxious or careworn for [διά τινα]

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐνδεδαψιλεῦσθαι — ἐν δαψιλεύομαι abound perf inf mp ἐν δαψιλεύομαι abound perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαψιλεύω — (AM δαψιλεύομαι) παρέχω, χορηγώ άφθονα αρχ. μσν. παθ. σπαταλιέμαι αρχ. 1. έχω πληθώρα ή αφθονία («ἀγέλαις ἐλεφάντων ἡ Λιβύη δαψιλεύεται») 2. αδημονώ, είμαι ανήσυχος για κάποιον («ἐδαψιλεύσατο δι ὑμᾱς). [ΕΤΥΜΟΛ. < δαψιλής ή δαψιλός] …   Dictionary of Greek

  • προσδαψιλεύομαι — Α δαπανώ με αφθονία κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δαψιλεύομαι «έχω αφθονία, σπαταλώ, παρέχω»] …   Dictionary of Greek

  • καταδαψιλευόμενος — κατά δαψιλεύομαι abound pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεδαψιλεύετο — ἐν δαψιλεύομαι abound imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεδαψιλεύσατο — ἐν δαψιλεύομαι abound aor ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”